Μίλερ, Γουίλιαμ

Μίλερ, Γουίλιαμ
I
(William Miller, Καρμανθενσάιρ 1801 – Κέιμπριτζ 1880). Άγγλος φυσικός και κρυσταλλογράφος. Είναι γνωστός για τις εργασίες του στην ορυκτολογία και στην κρυσταλλογραφία καθώς και από τους ομώνυμους δείκτες που καθιέρωσε για τον καθορισμό των διευθύνσεων και των επιπέδων ενός κρυστάλλου.
II
(William Miller, Γουίγκτον, Αγγλία 1864 – Ντέρμπαν, Νοτιοαφρικανική Ένωση 1945). Άγγλος ιστορικός και δημοσιογράφος. Μετά τις σπουδές του στο κολέγιο του Ράγκμπι και στην Οξφόρδη, επιδόθηκε στη δημοσιογραφία, κυρίως ως μόνιμος ανταποκριτής της εφημερίδας Morning Post στη Ρώμη (1903-23) και στην Αθήνα (1923-41). Είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής και της ανατολικής Μεσογείου, να ερευνήσει αρχεία και να γνωρίσει από κοντά τους λαούς των χωρών αυτών. Ιδιαίτερα όμως συνδέθηκε με την Ελλάδα, όπου είχε πολλούς φίλους από τον πολιτικό και τον επιστημονικό κόσμο. Μετά τη βιαστική του αναχώρηση από την Αθήνα το 1941 η πολύτιμη βιβλιοθήκη του λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς.
Ο Μ. διακρίθηκε ως συγγραφέας μονογραφιών και μεγάλων ιστορικών συνθέσεων που αναφέρονται κυρίως στη μεσαιωνική ιστορία των βαλκανικών λαών, στη Φραγκοκρατούμενη Ανατολή και στο Ανατολικό Ζήτημα. Από τα έργα του σχετικά με την ελληνική ιστορία αξίζει να αναφερθούν: Οι Λατίνοι στην Ανατολή, 1204-1566 (1908), γνωστό περισσότερο από την ελληνική μετάφραση του Σπυρίδωνα Λάμπρου (Ιστορία της εν Ελλάδι Φραγκοκρατίας) και τελευταία του Άγγελου Φουριώτη (Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα)· Ελλάδα και Μακεδονία (1920) που μεταφράστηκε επίσης από τον Λάμπρο με τον τίτλο Η Τουρκία καταρρέουσα· Μελέτες περί της λατινικής Ανατολής (1921), γνωστό και από τη μετάφραση του Λάμπρου Η Ελλάς επί Ρωμαίων, Φράγκων και Τούρκων· Τραπεζούς, η τελευταία ελληνική αυτοκρατορία, (1926)· Ιστορία του ελληνικού λαού, 1821-1921 (1922)· Η τουρκική παλινόρθωση στην Ελλάδα, 1718-1797 (1920).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μίλερ, Μέρτον — (Merton Miller, Βοστόνη 1923 – 2000). Αμερικανός οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη νομική σχολή του Χάρβαρντ το 1943, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στα οικονομικά. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε ως οικονομολόγος στη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • θρησκειολογία — Επιστήμη που εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο από ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική άποψη. Η θ. αναπτύχθηκε ως επιστήμη κατά τους νεότερους χρόνους, οπότε διευρύνθηκε o ορίζοντας των γνώσεων γύρω από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Τενεσί — (Tenessee Williams, Κολόμπους 1914 – Νέα Υόρκη 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τόμας Λάνιερ Γουίλιαμς (Thomas Lanier Williams). Γεννήθηκε και σπούδασε σε μία από τις πολιτείες του αμερικανικού νότου, στο Μισισιπή.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκοβιτς, Χάρι — (Harry Markowitz, Σικάγο 1927 –). Αμερικανός οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών του εντάχθηκε στο ερευνητικό κέντρο Cowles Commission for Research in Economics, υπό την …   Dictionary of Greek

  • Τζέιμς, Χένρι — (James, Νέα Υόρκη 1843 – Λονδίνο 1916). Αμερικανός συγγραφέας, αδελφός του φιλόσοφου Γουίλιαμ Τζέιμς. Η περιουσία που είχε συγκεντρώσει ο παππούς από τον πατέρα του, ιρλανδικής καταγωγής, του επέτρεψε άνετη ζωή. Σπούδασε στην Ευρώπη όπου έμεινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”